κηρυκιοφόρος

κηρυκιοφόρος
κηρυκιοφόρος, -ον (Α)
αυτός που φέρει κηρύκειο*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρύκ(ε)ιον + -φόρος (< φόρος < φέρω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”